ΑΦΡΟΔΙΣΙΟΛΟΓΙΑ
Τα κονδυλώματα είναι ιογενής λοίμωξη του δέρματος και των βλεννογόνων, που οφείλεται στο ιό HPV.
Μορφολογικά, είναι μικρές προεξοχές του δέρματος, συνήθως σαν κρεατοελιές στο χρώμα του δέρματος ή καφέ. Είναι ασυμπτωματικά, αλλά μπορεί να προκαλέσουν κνησμό (φαγούρα) η να προκληθεί επιμόλυνση των βλαβών από μικρόβια
Αίτια – Παράγοντες που την πυροδοτούν τη νόσο
Πολλαπλοί ερωτικοί σύντροφοι
Ενεργή σεξουαλική ζωή από νεαρή ηλικία
Παράλληλες ιογενείς λοιμώξεις (όπως HIV ή έρπης
Στη γυναίκα μπορεί να εμφανιστούν στην είσοδο του κόλπου, στα μικρά και τα μεγάλα χείλη, στον πρωκτό, στο εφήβαιο Επίσης, μπορεί να αναπτυχθούν στον κόλπο και τον τράχηλο της μήτρας.
Στον άνδρα τα κονδυλώματα εμφανίζονται συνήθως στο πέος, τους όρχεις και τον πρωκτό.
Η μετάδοση γίνεται μέσω της άμεσης επαφής με τις μολυσματικές βλάβες που προκαλεί ο ιός.
Παρόλο που ο ιός από την πρώτη επαφή παραμένει στον οργανισμό του ασθενή εφ’ όρου ζωής, απαιτείται διάστημα 7, 8 και 9 ετών έως ότου αναπτυχθούν αντισώματα και ο ιός μεταπέσει σε λανθάνουσα μορφή, χωρίς να δημιουργεί προβλήματα. Μέχρι τότε, ο κανόνας είναι οι υποτροπές.
Οι πρωκτογεννητικές HPV λοιμώξεις μεταδίδονται με τη σεξουαλική επαφή (στοματική, πρωκτική, γεννητική). ΠΡΟΣΟΧΗ : Άτομα με μη ορατή νόσο μπορεί να μεταδίδουν τον ιό (πρόκειται για ασυμπτωματικούς φορείς του ιού).
Κονδυλώματα: Πως αντιμετωπίζονται;
Η θεραπεία είναι συντηρητική με ειδικά φάρμακα (επάλειψη των βλαβών), και η χειρουργική με ηλεκτροκαυτηρίαση ή laser ή με υγρό άζωτο (κρυοπηξία) .Το εμβόλιο στην Ελλάδα είναι εγκεκριμένο μόνο για κορίτσια 12 έως 16 ετών (πριν από την έναρξη της σεξουαλικής ζωής)
Ο έρπης των γεννητικών οργάνων είναι μια σεξουαλικά μεταδιδόμενη ιογενής νόσος και επηρεάζει το δέρμα ή τις βλεννογόνους των γεννητικών οργάνων. Είναι η πιο συχνά σεξουαλικά μεταδιδόμενη ιογενής νόσος και άφορα προσβολή των γεννητικών οργάνων από τον έρπητα HS.
Οι περισσότεροι ασθενείς εμφανίζουν συμπτώματα όπως πυρετό, κεφαλαλγία, μυαλγίες, πόνος στην περιοχή μετά από την εμφάνιση ερυθηματοειδής πλάκας στην επιφάνεια της οποίας εμφανίζονται φυσαλίδες κατά ομάδες , οι οποίες μετά από δυο ημέρες ρηγνύονται και καταλείπουν εξελκώσεις και διαβρώσεις. Μπορεί να εμφανιστεί προσβολή κολπικού βλεννογόνου στις γυναίκες καθώς και προσβολή της ουρήθρας στους άνδρες που συνοδεύεται από δυσουρία, Θεραπευτικά αντιμετωπίζεται με αντιιδρωτικά.
Η μολυσματική τέρμινθος είναι μια καλοήθης ιογενής λοίμωξη του δέρματος η οποία οφείλεται σε έναν DNA ιό, τον MCV (Moluscum Contagiosum Virus) ή αλλιώς ιό της μολυσματικής τερμίνθου.
Η μετάδοση του ιού γίνεται με τη δερματική επαφή, αλλά και με την επαφή του δέρματος με μολυσμένα με τον ιό αντικείμενα, όπως πετσέτες, ρούχα και σεντόνια. Είναι πολύ συχνή δερματική λοίμωξη στα παιδιά, ενώ αποτελεί και σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα στους ενήλικες.
Οι βλάβες που προκαλεί ο ιός της μολυσματικής τερμίνθου είναι πολλαπλά, στρογγυλά ογκίδια, ροζ ή λευκωπού γυαλιστερού χρώματος, συνήθως 2-5 χιλιοστά σε διάμετρο. Είναι δυνατόν να εμφανιστούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές του σώματος, όπως το πρόσωπο, λαιμό ,μασχάλες , τον κορμό και στα άκρα στις μικρότερες ηλικίες ενώ στους ενήλικες προτιμά κυρίως στη γεννητική περιοχή και τις μηροβουβωνικές πτυχές .
Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα επέκτασης και σε άλλα σημεία του σώματος μέσω του αυτοενοφθαλμισμού που μπορεί να συμβεί με , το ξύσιμο ή την προσπάθεια σύνθλιψης κάποιας βλάβης. O ο ιός της μολυσματικής τερμίνθου δεν παραμένει στο σώμα εφόσον αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι βλάβες που δημιουργεί.
Η επιλογή της θεραπείας εξαρτάται από το μέγεθος, τον αριθμό, την ανατομική, την ηλικία του ασθενή.
Προτεινόμενες θεραπείες:
Κρυοθεραπεία, εφαρμογή δηλαδή υγρού αζώτου με μια συσκευή ψεκασμού που παγώνει τη βλάβη
Χειρουργική αφαίρεση που συνίσταται στη σύνθλιψη των βλαβών με χειρουργική λαβίδα και εφαρμογή αμέσως μετά βάμματος ιωδίου στα σημεία.
Ηλεκτροχειρουργική ή διαθερμοπηξία που επιτελείται υπό τοπική αναισθησία και είναι αποτελεσματική και σε μεγαλύτερες σε μέγεθος βλάβες.
Βλεννόρροια
είναι μια νόσος που μεταδίδεται σχεδόν αποκλειστικά με την σεξουαλική επαφή ή κατά τη διάρκεια του τοκετού μετά από έκθεση του νεογνού στο κολπικό έκκριμα της μητέρας.
Η πιθανότητα μόλυνσης του άνδρα από μια μόνο επαφή είναι 20% , ενώ η πιθανότητα μόλυνσης μιας γυναικάς από μια επαφή είναι πολύ μεγαλύτερη και αγγίζει το 50%.
Η νόσος παρατηρείται συχνότερα σε νερά άτομα 15-35 ετών , ενώ η αναλογία ανδρών -γυναικείων είναι περίπου 2/1.
Η αναλογία αυτή οφείλεται σε δυο λογούς 1) η διάγνωση στους άνδρες είναι ευκολότερη 2) ένα υψηλό ποσοστό γυναικών είναι ασυμπτωματικές.
Η κλινική εικόνα είναι διαφορετική στην άνδρα και στην γυναικά .
Στους άνδρες παρατηρείται αυτόματη εκροή υγρού από την ουρήθρα ,ενώ ο ασθενής περιγράφει καύσο και άλγος.
Οι γυναίκες παραπονιούνται για αυξημένη κολπική εκκαθάριση, αίσθημα καύσου, κνησμού δυσουρία και αίσθημα βάρους στα γεννητικά όργανα .
Οι επιπλοκές είναι σημαντικές (επιδιδυμίτιδα, κυστίτιδα, προστατίτιδα, φλεγμονώδης νόσος πυέλου), γι αυτό κρίνεται επιτακτική ανάγκη για άμεση έναρξη της θεραπείας
Η Σύφιλη είναι σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που οφείλεται σε λοίμωξη από την ωχρά σπειροχαίτη. Είναι χρόνια σεξουαλικώς μεταδιδόμενη ασθένεια που μπορεί να προσβάλλει όλα τα όργανα και συστήματα του οργανισμού.
Η σύφιλη παρουσιάζεται με παγκόσμια διασπορά και συνήθως προσβάλλει νέους σεξουαλικά ενεργούς ενήλικες 20-30 ετών, άνδρες περισσότερο από γυναίκες, με συχνή εναλλαγή συντρόφων .
Η επίπτωση της νόσου τα τελευταία 20 έτη ακολουθεί καθοδική πορεία στις περισσότερες προηγμένες χώρες, ενώ είναι, παραδόξως , πολύ υψηλή στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Η σύφιλη μεταδίδεται με άμεση επαφή με τις βλάβες του δέρματος ή των βλεννογόνων και τις εκκρίσεις (σίελος, σπέρμα, κολπικά υγρά) μολυσμένου ατόμου, κατά τη σεξουαλική επαφή, όταν υπάρχει λύση της συνέχειας του δέρματος ή του βλεννογόνου του υγιούς ατόμου.
Μετάδοση μπορεί να γίνει και με τη μετάγγιση αίματος, αν ο δότης βρίσκεται στα πρώτα στάδια της νόσου.
Η μετάδοση, μέσω μιασμένων αντικειμένων, είναι εξαιρετικά σπάνια, λόγω πολύ μικρής αντοχής του βακτηρίου στο περιβάλλον.
Έμβρυα γυναικών με λοίμωξη, μολύνονται μέσω του πλακούντα ή κατά τη διάρκεια του τοκετού με σοβαρό το κίνδυνο εμφάνισης συγγενών διαμαρτιών (απαραίτητος, τόσο ο προγεννετικός, όσο και ο τακτικός έλεγχος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης).
Η εξέλιξη της νόσου περιλαμβάνει 4 στάδια:
1.Πρωτογενής (πρώιμη) σύφιλη: 18-21 μέρες μετά τη μόλυνση. Χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση ανώδυνου έλκους στη γεννητική χώρα, με συνοδό βουβωνική λεμφαδενοπάθεια.
2.Δευτερογενής σύφιλη: 6-8 εβδομάδες μετά την εμφάνιση του πρωτοπαθούς έλκους. Χαρακτηρίζεται από γενικευμένο εξάνθημα δέρματος (αντιπροσωπευτικές οι βλάβες σε παλάμες και πέλματα) και βλεννογόννων. Μπορεί να συνοδεύεται από συστηματικά συμπτώματα όπως πυρετός, κακουχία, λεμφαδενοπάθεια.
3.Λανθάνουσα σύφιλη: Αναφέρεται στη χρονική περίοδο κατά την οποία η νόσος είναι ασυμπτωματική, ενώ σε αυτό το στάδιο είναι ιδιαίτερα μεταδοτική . Η διάρκειά της ποικίλει από λίγους μήνες έως και έτη.
4.Τριτογενής σύφιλη: Συνήθως 3-5 έτη μετά την αρχική λοίμωξη. Χαρακτηρίζεται από οζώδεις – ελκωτικές δερματικές βλάβες, που ιώνται καταλείποντας ουλή.
Η Νευροσύφιλη αποτελεί ξεχωριστή νοσολογική οντότητα και χαρακτηρίζεται από προσβολή του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος
Η διάγνωση της σύφιλης βασίζεται στη λεπτομερή λήψη ιατρικού ιστορικού, στην εμπεριστατωμένη κλινική εξέταση και ανάδειξη των χαρακτηριστικών βλαβών της νόσου, καθώς και στην διενέργεια ειδικού εργαστηριακού ελέγχου (ανεύρεση αντισωμάτων σε περιφερικό αίμα).
Τη θεραπεία εκλογής της νόσου σε όλα τα στάδιά της αποτελεί η Βενζαθεινική πενικιλίνη G.
Επί αδυναμίας χορήγησης πενικιλίνης, μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά σχήματα.
Απαραίτητη, υπό προϋποθέσεις, κρίνεται η θεραπεία και του σεξουαλικού συντρόφου